- φιλοτύραννον
- φιλοτύραννοςfriend of tyrannymasc/fem acc sgφιλοτύραννοςfriend of tyrannyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοτύραννος — ον, Α 1. οπαδός τής τυραννίας·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοτύραννον η αγάπη προς την τυραννία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τύραννος (πρβλ. μισο τύραννος)] … Dictionary of Greek